Άφυλος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: άφυλος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assexuado, assexuada, assexual, asexual, assexuados
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άφυλος
άφυλος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άφυλος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- άφθονος στα πορτογαλικά - copioso, basto, extenso, abundante, amplo, lauto, farto, ...
- άφιξη στα πορτογαλικά - chegada, de chegada, da chegada, entrada, a chegada
- άφωνος στα πορτογαλικά - mudo, calado, atônito, sem palavras, sem fala, speechless
- άχραντος στα πορτογαλικά - abençoado, bendito, Santíssima, Santíssimo, Blessed
Τυχαίες λέξεις
Άφυλος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: assexuado, assexuada, assexual, asexual, assexuados
Μεταφράσεις: assexuado, assexuada, assexual, asexual, assexuados