Έκταση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: έκταση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estenda, ampliar, extensão, estender, área, área de, zona, a área, região
Έκταση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έκταση

έκταση αθήνας, έκταση πάτρας, έκταση της ελλάδας, έκταση δήμων, έκταση ελληνικού, έκταση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έκταση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • έκρηξη στα πορτογαλικά - explosões, por, explorar, arremesso, explosão, de explosão, explosão de
  • έκσταση στα πορτογαλικά - êxtase, ecstasy, o êxtase, o ecstasy, de ecstasy
  • έκτος στα πορτογαλικά - sexto, sexta, VI, seis
  • έκτρωση στα πορτογαλικά - aborto, o aborto, abortamento, do aborto, abortos
Τυχαίες λέξεις
Έκταση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: estenda, ampliar, extensão, estender, área, área de, zona, a área, região