Αθώος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αθώος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
interno, inocente, inocentes, inocência, innocent
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθώος
αθώος ή ένοχος θέατρο κάππα, αθώοσ ο κασιδιάρησ, αθώος ένοχος, αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίον, αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου, αθώος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αθώος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αθωότητα στα πορτογαλικά - inocência, innocence, a inocência, infância innocence, inocente
- αθωώνω στα πορτογαλικά - absolver, descriminar, desculpar, ilibar, exculpate, isentar de culpa
- αθώωση στα πορτογαλικά - absolvição, a absolvição, absolvido, quitação, acquittal
- αιγίδα στα πορτογαλικά - auspícios, égide, os auspícios, patrocínio, auspício
Τυχαίες λέξεις
Αθώος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: interno, inocente, inocentes, inocência, innocent
Μεταφράσεις: interno, inocente, inocentes, inocência, innocent