Αλάνθαστος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αλάνθαστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
infalível, infalíveis
Αλάνθαστος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλάνθαστος

ουδείς αλάνθαστος, αλάνθαστοσ συνώνυμα, αλάνθαστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αλάνθαστος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αλάβαστρο στα πορτογαλικά - alabastro, de alabastro, do alabastro, alabaster
  • αλάθητος στα πορτογαλικά - falha, perfeito, infalível, infalíveis, foolproof, à prova de idiotas, à prova de falhas
  • αλάτι στα πορτογαλικά - salmão, sais, salmões, sal, salgar, sal de, de sal, ...
  • αλέθω στα πορτογαλικά - moer, lidar, moinhos, moinho, ordenhar, fábrica, grade, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλάνθαστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: infalível, infalíveis