Αμετάκλητος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αμετάκλητος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
irrevogável, irrevogáveis, irreversível, licença irrevogável
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμετάκλητος
αμετάκλητος αντώνυμο, αμετάκλητος συνώνυμο, αμετάκλητος αγγλικά, αμετάβλητος συνώνυμα, αμετάκλητος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμετάκλητος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αμερόληπτος στα πορτογαλικά - imparcial, imparciais, imparcialidade, neutro
- αμετάβλητος στα πορτογαλικά - inalterado, inalterada, inalteradas, inalterados, sem alterações
- αμετάπειστος στα πορτογαλικά - diamante, inflexível, inflexíveis, adamant, convencido
- αμετάτρεπτος στα πορτογαλικά - inconversível, inconvertible, inconversivel, inconversíveis, inconvertível
Τυχαίες λέξεις
Αμετάκλητος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: irrevogável, irrevogáveis, irreversível, licença irrevogável
Μεταφράσεις: irrevogável, irrevogáveis, irreversível, licença irrevogável