Liso στα ελληνικά

Μετάφραση: liso, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λείος, ισοπεδώνω, σαλιγκάρι, διαμέρισμα, επίπεδος, ισιώνω, ομαλή, λεία, ομαλής, λείο
Liso στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • liquidar στα ελληνικά - αποκλείω, εξαλείφω, εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, ...
  • lisboa στα ελληνικά - ψεύδισμα, ψευδίζω, τραυλισμός, Λισαβόνα, Λισαβόνας, Λισσαβώνας, της Λισαβόνας, ...
  • lisonjear στα ελληνικά - κολακεύω, κολακεύει, κολακεύουν, πιο επίπεδη, επίπεδη, πιο επίπεδο
  • lista στα ελληνικά - λίστα, κάρτα, πίνακας, εμπορεύματα, πραμάτεια, ακούω, αφουγκράζομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Liso στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λείος, ισοπεδώνω, σαλιγκάρι, διαμέρισμα, επίπεδος, ισιώνω, ομαλή, λεία, ομαλής, λείο