Διατείνομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διατείνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sustentar, manter, conservar, guardar, principalmente, fingir, finja, fingir que, fingem, finge
Διατείνομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διατείνομαι

διατείνομαι αντωνυμο, διατείνεται σημασία, διατείνεται λεξικο, διατείνομαι συνώνυμα, διατείνομαι ορισμός, διατείνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διατείνομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαταράσσω στα πορτογαλικά - desarranjar, transtornar, desordenar, perturbar, derange
  • διαταραχή στα πορτογαλικά - desordem, desobedecer, desordenar, doença, transtorno, distúrbio, transtorno de
  • διατηρώ στα πορτογαλικά - conservas, preservar, economizar, manter, guardar, apresentação, sustentar, ...
  • διατομή στα πορτογαλικά - interseção, intersecção, cruzamento, de intersecção, de interseção
Τυχαίες λέξεις
Διατείνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sustentar, manter, conservar, guardar, principalmente, fingir, finja, fingir que, fingem, finge