Διατείνομαι στα δανικά

Μετάφραση: διατείνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
beholde, holde, foregive, lade, foregiver, lade som
Διατείνομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διατείνομαι

διατείνομαι αντωνυμο, διατείνεται σημασία, διατείνεται λεξικο, διατείνομαι συνώνυμα, διατείνομαι ορισμός, διατείνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, διατείνομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαταράσσω στα δανικά - derange
  • διαταραχή στα δανικά - forvirring, uorden, forstyrrelse, lidelse, sygdom
  • διατηρώ στα δανικά - beholde, holde, vedligeholde, opretholde, bevare, fastholde
  • διατομή στα δανικά - skæringspunktet, kryds, vejkryds, krydset, skæringspunkt
Τυχαίες λέξεις
Διατείνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: beholde, holde, foregive, lade, foregiver, lade som