Διατείνομαι στα γερμανικά
Μετάφραση: διατείνομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erhalten, wahren, unterhalten, vorgeben, behaupten, heucheln, so tun
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διατείνομαι
διατείνομαι αντωνυμο, διατείνεται σημασία, διατείνεται λεξικο, διατείνομαι συνώνυμα, διατείνομαι ορισμός, διατείνομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, διατείνομαι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- διαταράσσω στα γερμανικά - alarmstart, kletterei, gedrängel, querfeldeinrennen, gerangel, durcheinander bringen, derange, ...
- διαταραχή στα γερμανικά - unordnung, chaos, Störung, Unordnung, Erkrankung
- διατηρώ στα γερμανικά - erhalten, abfangen, sparen, wahren, konserve, unterhalten, pflegen, ...
- διατομή στα γερμανικά - schnittfläche, schnittpunkt, straßenkreuzung, schnittmenge, durchschnitt, überschneidung, kreuzung, ...
Τυχαίες λέξεις
Διατείνομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: erhalten, wahren, unterhalten, vorgeben, behaupten, heucheln, so tun
Μεταφράσεις: erhalten, wahren, unterhalten, vorgeben, behaupten, heucheln, so tun