Διατείνομαι στα ιταλικά

Μετάφραση: διατείνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sostenere, conservare, trattenere, ritenere, mantenere, fingere, pretendere, finta, far finta, finta di
Διατείνομαι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διατείνομαι

διατείνομαι αντωνυμο, διατείνεται σημασία, διατείνεται λεξικο, διατείνομαι συνώνυμα, διατείνομαι ορισμός, διατείνομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, διατείνομαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διαταράσσω στα ιταλικά - arrampicarsi, scalata, arraffare, sconvolgere, derange, scombinare, scombinare i, ...
  • διαταραχή στα ιταλικά - disordine, soqquadro, scompiglio, disturbo, malattia, disturbi, disturbo di
  • διατηρώ στα ιταλικά - ritenere, sostenere, mantenere, trattenere, conservare, conserva, riserva, ...
  • διατομή στα ιταλικά - incrocio, crociata, intersezione, crocicchio, all'incrocio, all'intersezione, di intersezione
Τυχαίες λέξεις
Διατείνομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sostenere, conservare, trattenere, ritenere, mantenere, fingere, pretendere, finta, far finta, finta di