Εμπόρευμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εμπόρευμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mercadoria, Commodity, commodities, mercadorias, de commodities
Εμπόρευμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπόρευμα

εμπόρευμα μετάφραση, εμπόρευμα και χρήμα, το εμπόρευμα, εμπόρευμα στα αγγλικά, εμπόρευμα αγγλικά, εμπόρευμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμπόρευμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εμπρός στα πορτογαλικά - quarenta, avante, despachar, expedir, adiante, para a frente, à frente, ...
  • εμπόδιο στα πορτογαλικά - barreira, barreira de, de barreira, obstáculo, barreiras
  • εμπόριο στα πορτογαλικά - tractor, comércio, ofício, arte, profissão, transacção, indústria, ...
  • εμφάνιση στα πορτογαλικά - olhar, representar, aparência, esperar, aguardar, exterioridade, semblante, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπόρευμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mercadoria, Commodity, commodities, mercadorias, de commodities