Εμπόρευμα στα φινλανδικά
Μετάφραση: εμπόρευμα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauppatavara, hyödyke, tavara, hyödykkeiden, hyödykkeen, raaka
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπόρευμα
εμπόρευμα μετάφραση, εμπόρευμα και χρήμα, το εμπόρευμα, εμπόρευμα στα αγγλικά, εμπόρευμα αγγλικά, εμπόρευμα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εμπόρευμα στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- εμπρός στα φινλανδικά - esille, esiin, edespäin, hei, eteen, eespäin, eteenpäin, ...
- εμπόδιο στα φινλανδικά - haitta, aita, este, häirintä, kanki, häiriö, vaiva, ...
- εμπόριο στα φινλανδικά - kauppa, ammattikunta, myydä, elinkeino, vaihtokauppa, kaupankäynti, alus, ...
- εμφάνιση στα φινλανδικά - katsoa, esiintyminen, silmäys, näyttää, tuntua, ulkoasu, odottaa, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπόρευμα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kauppatavara, hyödyke, tavara, hyödykkeiden, hyödykkeen, raaka
Μεταφράσεις: kauppatavara, hyödyke, tavara, hyödykkeiden, hyödykkeen, raaka