Εμπόρευμα στα ρωσικά

Μετάφραση: εμπόρευμα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
товар, позиционирование, продукт, товара, описание, торговое, товаре
Εμπόρευμα στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπόρευμα

εμπόρευμα μετάφραση, εμπόρευμα και χρήμα, το εμπόρευμα, εμπόρευμα στα αγγλικά, εμπόρευμα αγγλικά, εμπόρευμα λεξικό γλώσσας ρωσικά, εμπόρευμα στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • εμπρός στα ρωσικά - вперед, носовой, пересылать, вперёд, заведомо, бесцеремонный, развязный, ...
  • εμπόδιο στα ρωσικά - помеха, шлагбаум, преграда, препятствие, заслон, барьер, заграждение, ...
  • εμπόριο στα ρωσικά - ремесло, мастерской, профессия, коммерция, товарооборот, торговля, торговать, ...
  • εμφάνιση στα ρωσικά - ухаживать, приглядывать, глядеться, поглядывать, разыскивать, облик, подыскивать, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπόρευμα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: товар, позиционирование, продукт, товара, описание, торговое, товаре