Επισφαλής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επισφαλής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inseguro, insegura, inseguros, insegurança, inseguras
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επισφαλής
επισφαλεις απαιτήσεις, επισφαλής πελάτες, επισφαλής βικιπαιδεια, επισφαλής εργασία γυναικεία εργασία, επισφαλής ερμηνεία, επισφαλής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επισφαλής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επιστύλιο στα πορτογαλικά - arquitrave, architrave, arquitraves, arquitrabe, viga mestra
- επισυνάπτω στα πορτογαλικά - prender, anexo, anexar, cercar, encerrar, incluir, juntar
- επισύρω στα πορτογαλικά - empate, traição, engodar, atraia, aliciar, traçar, desenhar, ...
- επιτήδειος στα πορτογαλικά - jeitoso, derrapar, perito, ágil, mestre, patim, hábil, ...
Τυχαίες λέξεις
Επισφαλής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inseguro, insegura, inseguros, insegurança, inseguras
Μεταφράσεις: inseguro, insegura, inseguros, insegurança, inseguras