Κλήρος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κλήρος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abotinar, dividir, atribuição, acção, perdido, bando, lote, facção, cáfila, apólice, parte, compartilhar, faixa, compartir, clero, clérigos, cleros, o clero, sacerdotes
Κλήρος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλήρος

κλήρος του γάμου στους οίκους, κλήρος γάμου, κλήρος του γάμου, κλήρος της τύχης στους οίκους, κλήρος του γάμου υπολογισμός, κλήρος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κλήρος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κλέβω στα πορτογαλικά - enganar, captura, furtar, iludir, ficar, lograr, defraudar, ...
  • κλήμα στα πορτογαλικά - aldeia, videira, vinha, vila, da videira, vide, de videira
  • κλήση στα πορτογαλικά - chamar, chamada, nomear, denominar, intitular, ligar, grito, ...
  • κλίβανος στα πορτογαλικά - fogão, forno, pele, fornalhas, fornalha, forno de, do forno, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλήρος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abotinar, dividir, atribuição, acção, perdido, bando, lote, facção, cáfila, apólice, parte, compartilhar, faixa, compartir, clero, clérigos, cleros, o clero, sacerdotes