Μορφάζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μορφάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
careta, grimace, a careta, esgar, trejeito
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μορφάζω
μορφάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μορφάζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μονός στα πορτογαλικά - bizarro, esquisito, só, desemprego, único, excêntrico, um, ...
- μονότονος στα πορτογαλικά - monótono, monótona, monotonous, monótonas, monótonos
- μορφή στα πορτογαλικά - qualidade, jaez, modelar, espécie, género, forquilha, laia, ...
- μορφώνω στα πορτογαλικά - educar, rasa, modelar, forma, plasmar, feitio, jeito, ...
Τυχαίες λέξεις
Μορφάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: careta, grimace, a careta, esgar, trejeito
Μεταφράσεις: careta, grimace, a careta, esgar, trejeito