Negócio στα ελληνικά
Μετάφραση: negócio, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδιαφέρον, παζαρεύω, επιχείρηση, ύλη, κοσμήτορας, δουλειά, προβληματισμός, πράγμα, μοιράζω, αγορά, θέμα, δεσμός, υπόθεση, δουλειές, νοιάζομαι, ανησυχία, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- negro στα ελληνικά - μαύρος, μαύρο, μαύρη, μαύρα, μαύρες
- negue στα ελληνικά - αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται
- nem στα ελληνικά - ούτε, ούτε και, ούτε για, ούτε να
- nenhum στα ελληνικά - όχι, κανένας, αριθ, δεν, καμία, κανένα
Τυχαίες λέξεις
Negócio στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδιαφέρον, παζαρεύω, επιχείρηση, ύλη, κοσμήτορας, δουλειά, προβληματισμός, πράγμα, μοιράζω, αγορά, θέμα, δεσμός, υπόθεση, δουλειές, νοιάζομαι, ανησυχία, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
Μεταφράσεις: ενδιαφέρον, παζαρεύω, επιχείρηση, ύλη, κοσμήτορας, δουλειά, προβληματισμός, πράγμα, μοιράζω, αγορά, θέμα, δεσμός, υπόθεση, δουλειές, νοιάζομαι, ανησυχία, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές