Προαίρεση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: προαίρεση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intensificar, vontade, testamento, intenção, querer, opção, opção de, a opção, opções, possibilidade
Προαίρεση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προαίρεση

προαίρεση σύμβασης, προαίρεση ετυμολογία, προαίρεση βικιπαιδεια, κακή προαίρεση, καλή προαίρεση, προαίρεση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προαίρεση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • προέλευση στα πορτογαλικά - origem, procedência, oriente, nascente, fonte, manancial, de origem
  • προέρχομαι στα πορτογαλικά - originalmente, origine, derivar, descer, vir, baixar, derivação, ...
  • προαγωγή στα πορτογαλικά - promoção, acesso, divulgar, a promoção, de promoção, promoção da
  • προαύλιο στα πορτογαλικά - jarda, pátio, quintal, xerografia, terreiro, adro, átrio, ...
Τυχαίες λέξεις
Προαίρεση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: intensificar, vontade, testamento, intenção, querer, opção, opção de, a opção, opções, possibilidade