Προαίρεση στα τούρκικα
Μετάφραση: προαίρεση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meram, irade, niyet, istek, seçenek, seçeneği, bir seçenek, opsiyon
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προαίρεση
προαίρεση σύμβασης, προαίρεση ετυμολογία, προαίρεση βικιπαιδεια, κακή προαίρεση, καλή προαίρεση, προαίρεση λεξικό γλώσσας τούρκικα, προαίρεση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- προέλευση στα τούρκικα - nesil, kaynak, asıl, köken, soy, kökeni, kökenli, ...
- προέρχομαι στα τούρκικα - filizlenmek, gelen, geliyor, gelmektedir, gelmiş, geldiği
- προαγωγή στα τούρκικα - terfi, reklâm, tanıtım, promosyon, yükselme, promosyonu
- προαύλιο στα τούρκικα - avlu, ön avlu, pompa alanı, popmpa alanı, alan ön avludan geçilerek
Τυχαίες λέξεις
Προαίρεση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: meram, irade, niyet, istek, seçenek, seçeneği, bir seçenek, opsiyon
Μεταφράσεις: meram, irade, niyet, istek, seçenek, seçeneği, bir seçenek, opsiyon