Προαίρεση στα δανικά

Μετάφραση: προαίρεση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vilje, hensigt, option, mulighed, indstilling, mulighed for, løsning
Προαίρεση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προαίρεση

προαίρεση σύμβασης, προαίρεση ετυμολογία, προαίρεση βικιπαιδεια, κακή προαίρεση, καλή προαίρεση, προαίρεση λεξικό γλώσσας δανικά, προαίρεση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • προέλευση στα δανικά - oprindelse, kilde, udspring, oprindelsesbetegnelser, oprindelsesbetegnelse, oprindelsen
  • προέρχομαι στα δανικά - kommer fra, komme fra, stammer fra, kommet fra, stamme fra
  • προαγωγή στα δανικά - forfremmelse, fremme, at fremme, markedsføring, fremme af
  • προαύλιο στα δανικά - yard, gård, gårdsplads, forplads, forgård, forpladsen, en forplads
Τυχαίες λέξεις
Προαίρεση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vilje, hensigt, option, mulighed, indstilling, mulighed for, løsning