Σαλιγκάρι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σαλιγκάρι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
liso, caracol, animal, alisar, acariciar, snail, do caracol, caramujo, caracol de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαλιγκάρι
σαλιγκάρι βικιπαίδεια, σαλιγκάρι conus marmoreus, σαλιγκάρι στο νηπιαγωγείο, σαλιγκάρι ονειροκρίτης, σαλιγκάρι τραγούδι, σαλιγκάρι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σαλιγκάρι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σαλιάζω στα πορτογαλικά - salivar, aguar, venda, baba, babar, slobber, do slobber, ...
- σαλιαρίζω στα πορτογαλικά - baba, babar, drool, o drool, do Drool dos
- σαλόνι στα πορτογαλικά - canapé, sofá, salão, salão de, salão de beleza, salon, do salão
- σαματάς στα πορτογαλικά - pequeno, ruído, sensacionalismo, Ballyhoo, do Ballyhoo, Propaganda Sensacionalista, trombetear
Τυχαίες λέξεις
Σαλιγκάρι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: liso, caracol, animal, alisar, acariciar, snail, do caracol, caramujo, caracol de
Μεταφράσεις: liso, caracol, animal, alisar, acariciar, snail, do caracol, caramujo, caracol de