Συνοφρυώνομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συνοφρυώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carranca, olhar severo, careta, cenho, cenho franzido
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνοφρυώνομαι
συνοφρυώνομαι λεξικο, συνοφρυώνομαι τι σημαινει, συνοφρυώνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνοφρυώνομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνορεύω στα πορτογαλικά - confinar, abut, encostar, encostam, confinam
- συνουσία στα πορτογαλικά - relações, coito, relações sexuais, relação sexual, intercurso
- συνοχή στα πορτογαλικά - coesão, de coesão, a coesão, da coesão
- συνοψίζω στα πορτογαλικά - condensar, tabular, tabulate, tabulação, tabulam, tabular os
Τυχαίες λέξεις
Συνοφρυώνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: carranca, olhar severo, careta, cenho, cenho franzido
Μεταφράσεις: carranca, olhar severo, careta, cenho, cenho franzido