Συνοφρυώνομαι στα ρουμανικά
Μετάφραση: συνοφρυώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se încrunta, încruntare, încrunta, încruntătură, încruntă
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνοφρυώνομαι
συνοφρυώνομαι λεξικο, συνοφρυώνομαι τι σημαινει, συνοφρυώνομαι λεξικό γλώσσας ρουμανικά, συνοφρυώνομαι στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- συνορεύω στα ρουμανικά - se învecina, învecina, se sprijine, se sprijină, învecinează
- συνουσία στα ρουμανικά - raporturi, relații sexuale, contact, actului sexual, actul sexual, contact sexual
- συνοχή στα ρουμανικά - coerenţă, coeziune, de coeziune, coeziunea, coeziunii, a coeziunii
- συνοψίζω στα ρουμανικά - cataloga, totalizează, netezi, clasifica
Τυχαίες λέξεις
Συνοφρυώνομαι στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: se încrunta, încruntare, încrunta, încruntătură, încruntă
Μεταφράσεις: se încrunta, încruntare, încrunta, încruntătură, încruntă