Σωρός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σωρός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ruma, pique, acervo, pilha, multidão, estável, montão, chusma, lúcio, estábulo, acumulo, monte, pilha de, pile, a pilha
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωρός
σωρός ελαχίστου, σωρός ή σορός, σωρός σύμπλεγμα των εχινάδων, σωρός μαρούσι, σωρός heap, σωρός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σωρός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σωριάζομαι στα πορτογαλικά - crise, colapso, Collapse, queda, o colapso, recolher
- σωριάζω στα πορτογαλικά - pacote, madeira serrada, madeira, lumber, de madeira, lumber madeira
- σωσίας στα πορτογαλικά - pontilhar, duplo, dúplice, dobro, ponto, dupla, casal, ...
- σωστά στα πορτογαλικά - apropriado, corretamente, correctamente, correcta, correta, devidamente
Τυχαίες λέξεις
Σωρός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ruma, pique, acervo, pilha, multidão, estável, montão, chusma, lúcio, estábulo, acumulo, monte, pilha de, pile, a pilha
Μεταφράσεις: ruma, pique, acervo, pilha, multidão, estável, montão, chusma, lúcio, estábulo, acumulo, monte, pilha de, pile, a pilha