Σωρός στα εσθονικά
Μετάφραση: σωρός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vai, virn, kuhi, hakk, kuhjuma, vaia, kuhja, hunnik, hunniku
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωρός
σωρός ελαχίστου, σωρός ή σορός, σωρός σύμπλεγμα των εχινάδων, σωρός μαρούσι, σωρός heap, σωρός λεξικό γλώσσας εσθονικά, σωρός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σωριάζομαι στα εσθονικά - krahh, langus, kollaps, kokkuvarisemine, kokkuvarisemist, kokkuvarisemise, kollapsi
- σωριάζω στα εσθονικά - pundar, kimp, saematerjal, saematerjali, lumber, puit
- σωσίας στα εσθονικά - topelt, kahekordse, kahekordne, kahekordset, double
- σωστά στα εσθονικά - korralikult, õigesti, korrektselt, nõuetekohaselt, õige
Τυχαίες λέξεις
Σωρός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vai, virn, kuhi, hakk, kuhjuma, vaia, kuhja, hunnik, hunniku
Μεταφράσεις: vai, virn, kuhi, hakk, kuhjuma, vaia, kuhja, hunnik, hunniku