Ταΐζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ταΐζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comer, fevereiro, alimentar, apascentar, alimentação, ração, de alimentação, alimentos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταΐζω
ταΐζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ταΐζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τίποτα στα πορτογαλικά - caderno, nada, algo, nada de
- τίτλος στα πορτογαλικά - epígrafe, nome, título, trabalhoso, cabeçalho, do título, em epígrafe, ...
- ταίρι στα πορτογαλικά - fósforo, partida, partido, jogo, correspondência
- ταβάνι στα πορτογαλικά - tecto, teto, limite máximo, limite, de teto
Τυχαίες λέξεις
Ταΐζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: comer, fevereiro, alimentar, apascentar, alimentação, ração, de alimentação, alimentos
Μεταφράσεις: comer, fevereiro, alimentar, apascentar, alimentação, ração, de alimentação, alimentos