Ενσάρκωση στα ρουμανικά
Μετάφραση: ενσάρκωση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încarnare, incarnare, întruparea, întrupare, încarnarea
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενσάρκωση
ενσάρκωση συνώνυμα, ενσάρκωση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ενσάρκωση στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ενοχλώ στα ρουμανικά - supra, problemă, necaz, bucluc, enerva, deranja, deranjez, ...
- ενοχοποιώ στα ρουμανικά - implica, implice, implică, implice pe, acuză
- ενσαρκώνω στα ρουμανικά - întrupat, întrupată, încarnat, intrupat, incarnat
- ενσπείρω στα ρουμανικά - scroafă, insufla, insufle, inspira, le insufla, a insufla
Τυχαίες λέξεις
Ενσάρκωση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: încarnare, incarnare, întruparea, întrupare, încarnarea
Μεταφράσεις: încarnare, incarnare, întruparea, întrupare, încarnarea