Κατακλύζομαι στα ρωσικά

Μετάφραση: κατακλύζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бомбардировать, потоп, поток, наводнение, хоть потоп, дренчерный
Κατακλύζομαι στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατακλύζομαι

κατακλύζομαι συνώνυμα, κατακλύζομαι συνώνυμο, κατακλύζομαι λεξικό γλώσσας ρωσικά, κατακλύζομαι στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κατακεραυνώνω στα ρωσικά - усыхать, иссушить, увянуть, отсыхать, зачахнуть, увядать, сохнуть, ...
  • κατακλυσμός στα ρωσικά - наплыв, ливень, поток, заблуждение, излияние, наводнять, прилив, ...
  • κατακλύζω στα ρωσικά - куча, затопление, пачка, груда, пакет, упаковывать, кипа, ...
  • κατακρίνω στα ρωσικά - журить, бранить, упрекать, выговор, хаять, цензура, нарекание, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατακλύζομαι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: бомбардировать, потоп, поток, наводнение, хоть потоп, дренчерный