Καυστικός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: καυστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пламенен
Καυστικός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καυστικός

καυστικόσ αγγλικα, καυστικός συνώνυμο, καυστικός πόνος, καυστικός συνώνυμα, καυστικός σημασία, καυστικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, καυστικός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • καυσαέριο στα σλαβομακεδονικά - издувните гасови, издувни гасови, на издувните гасови, издувен гас
  • καυστήρας στα σλαβομακεδονικά - режач, горилник, горилникот, снимач, на горилникот
  • καυτερός στα σλαβομακεδονικά - горење, согорување, гори, палење, согорувањето
  • καυτηριάζω στα σλαβομακεδονικά - изгорат
Τυχαίες λέξεις
Καυστικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пламенен