Πρήξιμο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πρήξιμο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оток, отекување, отокот, отоци, оток на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρήξιμο
πρήξιμο ματιών, πρήξιμο στο στήθος, πρήξιμο στήθους, πρήξιμο στο χέρι, πρήξιμο στην εγκυμοσύνη, πρήξιμο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πρήξιμο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πρέσβης στα σλαβομακεδονικά - амбасадорот, Амбасадорот, амбасадор, Амбасадорот на, амбасадор на, амбасадорка
- πρήζω στα σλαβομακεδονικά - нередот, од нередот, нередот на
- πρίγκιπας στα σλαβομακεδονικά - Принцот, принц, кнезот, кнез, Пренс
- πρίζα στα σλαβομακεδονικά - приклучникот, приклучок, сокет, штекерот, приклучокот, штекер
Τυχαίες λέξεις
Πρήξιμο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: оток, отекување, отокот, отоци, оток на
Μεταφράσεις: оток, отекување, отокот, отоци, оток на