Ρουφώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ρουφώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
си го цица, цица, да си го цица, всмуквам, цицаат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρουφώ
ρουφάω στα αγγλικά, ρουφώ συνώνυμα, ρουφώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ρουφώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ρουτίνα στα σλαβομακεδονικά - рутина, рутински, рутинско, рутинска, рутинските
- ρουφήχτρα στα σλαβομακεδονικά - Вител, вир, вртлогот, вителот, џакузи
- ρουχισμός στα σλαβομακεδονικά - облека, облеката, облека за, на облека
- ροχάλα στα σλαβομακεδονικά - rochala
Τυχαίες λέξεις
Ρουφώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: си го цица, цица, да си го цица, всмуквам, цицаат
Μεταφράσεις: си го цица, цица, да си го цица, всмуквам, цицаат