Ρουφώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: ρουφώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смоктати, ссання, ссати, сосала
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρουφώ
ρουφάω στα αγγλικά, ρουφώ συνώνυμα, ρουφώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ρουφώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ρουτίνα στα ουκρανικά - встановлений, звичний, шаблоновий, поточний, рутина, рутину
- ρουφήχτρα στα ουκρανικά - вертінню, джакузі, джакузи
- ρουχισμός στα ουκρανικά - одяг, сукню, вбрання, одежа, плаття, платті, одіж, ...
- ροχάλα στα ουκρανικά - слизь, флегма, слиз, rochala
Τυχαίες λέξεις
Ρουφώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: смоктати, ссання, ссати, сосала
Μεταφράσεις: смоктати, ссання, ссати, сосала