Ακούω στα σουηδικά
Μετάφραση: ακούω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
höra, lyssna, åhöra, lyssnar, lyssna på, att lyssna
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακούω
ακούω φωνές, ακούω βερεσέ, ακούω κλίση, ακούω την αγάπη, ακούω τουρμπίνες, ακούω λεξικό γλώσσας σουηδικά, ακούω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ακουστικός στα σουηδικά - akustisk, auditiv, hörsel, auditiva, audi
- ακούσιος στα σουηδικά - ofrivillig, ofrivilligt, ofrivilliga, oavsiktlig, tvångs
- ακράδαντα στα σουηδικά - starkt, kraftigt, stark, starka, kraftfullt
- ακρίβεια στα σουηδικά - noggrannhet, riktigheten, noggrannheten, precision, exaktheten
Τυχαίες λέξεις
Ακούω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: höra, lyssna, åhöra, lyssnar, lyssna på, att lyssna
Μεταφράσεις: höra, lyssna, åhöra, lyssnar, lyssna på, att lyssna