Ακούω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ακούω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слушате, слушам, слушат, слуша, да слушате
Ακούω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακούω

ακούω φωνές, ακούω βερεσέ, ακούω κλίση, ακούω την αγάπη, ακούω τουρμπίνες, ακούω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ακούω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ακουστικός στα βουλγαρικά - слухов, слухови, слуховия, слуховата, слухова
  • ακούσιος στα βουλγαρικά - неволен, принудително, неволно, неволеви, недоброволно
  • ακράδαντα στα βουλγαρικά - силно, категорично, твърдо, настоятелно, решително
  • ακρίβεια στα βουλγαρικά - точност, точността, точност на, прецизност
Τυχαίες λέξεις
Ακούω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: слушате, слушам, слушат, слуша, да слушате