Μούδιασμα στα σουηδικά
Μετάφραση: μούδιασμα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
domningar, domning, numbness, känselbortfall
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μούδιασμα
μούδιασμα στο πόδι, μούδιασμα στα δάχτυλα του δεξιού χεριού, μούδιασμα στο πρόσωπο, μούδιασμα στα ακρα, μούδιασμα στα χέρια, μούδιασμα λεξικό γλώσσας σουηδικά, μούδιασμα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μοχθηρός στα σουηδικά - elak, hätsk, spiteful, skadeglad, ondskefulla
- μοχλός στα σουηδικά - hävstång, spak, hävarm, spaken, hävarmen
- μούμια στα σουηδικά - mumie, mumien, mamma, Mummy, mommy
- μούρη στα σουηδικά - krus, mugg, bägare, nos, tryne, nosen, snout, ...
Τυχαίες λέξεις
Μούδιασμα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: domningar, domning, numbness, känselbortfall
Μεταφράσεις: domningar, domning, numbness, känselbortfall