Λευκοπλάστης στα τούρκικα
Μετάφραση: λευκοπλάστης, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapışkan, yapıştırıcı, yapışkanlı, yapıştırma, yapışan
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λευκοπλάστης
λευκοπλάστης λεξικό γλώσσας τούρκικα, λευκοπλάστης στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- λερώνω στα τούρκικα - kirletmek, besmear, bulaştırmak, pisletmek, karalamak
- λευκαντικό στα τούρκικα - beyazlatmak, ağartmak, ağartıcı, ağartma, ağartma maddesi, çamaşır suyu, beyazlatma
- λευκό στα τούρκικα - boş, ak, beyaz, beyaz bir, white
- λευκός στα τούρκικα - ak, eksiklik, boş, beyaz, beyaz bir, white
Τυχαίες λέξεις
Λευκοπλάστης στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yapışkan, yapıştırıcı, yapışkanlı, yapıştırma, yapışan
Μεταφράσεις: yapışkan, yapıştırıcı, yapışkanlı, yapıştırma, yapışan