Λευκοπλάστης στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λευκοπλάστης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gesso, plantação, emplastro, fita adesiva, fitas adesivas, fita adesiva de, a fita adesiva, uma fita adesiva
Λευκοπλάστης στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λευκοπλάστης

λευκοπλάστης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λευκοπλάστης στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λερώνω στα πορτογαλικά - besuntar, besmear, sujar
  • λευκαντικό στα πορτογαλικά - alvejante, lixívia, água sanitária, bleach, branqueador
  • λευκό στα πορτογαλικά - branco, assobiar, assobio, branca, brancos, white, o branco
  • λευκός στα πορτογαλικά - branco, assobio, assobiar, branca, brancos, white, o branco
Τυχαίες λέξεις
Λευκοπλάστης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: gesso, plantação, emplastro, fita adesiva, fitas adesivas, fita adesiva de, a fita adesiva, uma fita adesiva