Αυτοκίνητο στα τσεχικά
Μετάφραση: αυτοκίνητο, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
automobilový, automobil, auto, vůz, půjčení, pronájem, auta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοκίνητο
αυτοκίνητο φυσικό αέριο, αυτοκίνητο αγορά, αυτοκίνητο diesel, αυτοκίνητο hertz, αυτοκίνητο ονειροκρίτης, αυτοκίνητο λεξικό γλώσσας τσεχικά, αυτοκίνητο στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αυτοβιογραφία στα τσεχικά - autobiografie, Autobiography, autobiografii, životopis, O autorce
- αυτοδύναμος στα τσεχικά - samostatný, soběstačný, soběstační, soběstačnými, soběstačná
- αυτοκίνητος στα τσεχικά - automobilový, samohybný, self-, vlastním, s vlastním, vlastní, samostatně výdělečně
- αυτοκινητιστής στα τσεχικά - motorista, motoristického, motoristům, motoristy, motoristických
Τυχαίες λέξεις
Αυτοκίνητο στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: automobilový, automobil, auto, vůz, půjčení, pronájem, auta
Μεταφράσεις: automobilový, automobil, auto, vůz, půjčení, pronájem, auta