Obor στα ελληνικά
Μετάφραση: obor, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήση, τρόπος, πεδίο, κυριαρχία, χωράφι, επενδύω, επαρχία, τομή, τομέας, παρατάσσω, τμήμα, ρυτίδα, αρμοδιότητα, πειθαρχώ, υποκατάστημα, γραμμή, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- obojživelník στα ελληνικά - αμφίβιο, αμφιβίων, αμφιβίου, των αμφιβίων, αμφίβιου αεροπλάνου
- obojživelný στα ελληνικά - αμφίβιο, αμφίβιος, αμφίβια, αμφίβιες, αμφίβιων
- obora στα ελληνικά - περίφραγμα, μάντρα, περίφραξη, εσώκλειστο, πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, ...
- oboustrannost στα ελληνικά - αμοιβαιότητα, αμοιβαιότητας, η αμοιβαιότητα, την αμοιβαιότητα, της αμοιβαιότητας
Τυχαίες λέξεις
Obor στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήση, τρόπος, πεδίο, κυριαρχία, χωράφι, επενδύω, επαρχία, τομή, τομέας, παρατάσσω, τμήμα, ρυτίδα, αρμοδιότητα, πειθαρχώ, υποκατάστημα, γραμμή, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα
Μεταφράσεις: κτήση, τρόπος, πεδίο, κυριαρχία, χωράφι, επενδύω, επαρχία, τομή, τομέας, παρατάσσω, τμήμα, ρυτίδα, αρμοδιότητα, πειθαρχώ, υποκατάστημα, γραμμή, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα