Τσιράκι στα φινλανδικά

Μετάφραση: τσιράκι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kumppani, kätyri, työtoveri, juoksupoika, Minion, hännystelijä, käskyläinen, Minionin
Τσιράκι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιράκι

τσιράκι ετυμολογία, τσιράκι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, τσιράκι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • τσιμπώ στα φινλανδικά - näpistää, naukku, pinne, paukku, pistää, purra, ryyppy, ...
  • τσιπ στα φινλανδικά - lastu, kolhu, sirpale, siru, kolo, merkki, pala, ...
  • τσιτσιρίζω στα φινλανδικά - rätistä, pihinä, piipittää, visertää, Tweet, jaa, titityy
  • τσιτώνω στα φινλανδικά - kannustaa, tutkain, tuikata, puhkaista, pistää, tsitono
Τυχαίες λέξεις
Τσιράκι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kumppani, kätyri, työtoveri, juoksupoika, Minion, hännystelijä, käskyläinen, Minionin