Bóndi στα ελληνικά

Μετάφραση: bóndi, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύριος, μετρ, δεξιοτέχνης, αγρότης, σύζυγος, αφέντης, γεωργός, γεωργό, γεωργού, αγρότη
Bóndi στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bón στα ελληνικά - παράκληση, ζητώ, παρακαλώ, αναφορά, αίτηση, αναφοράς, την αναφορά, ...
  • bóndabær στα ελληνικά - αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
  • bónorð στα ελληνικά - πρόταση, κοστούμι, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, κουστούμι
  • böggull στα ελληνικά - δέμα, το πακέτο, η συσκευασία, η δέσμη, η δέσμη μέτρων, του πακέτου
Τυχαίες λέξεις
Bóndi στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύριος, μετρ, δεξιοτέχνης, αγρότης, σύζυγος, αφέντης, γεωργός, γεωργό, γεωργού, αγρότη