Distendere στα ελληνικά
Μετάφραση: distendere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεντώνομαι, τεντώνω, τεζάρω, εκτείνομαι, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Μεταφράσεις
- distante στα ελληνικά - μακριά, απόκεντρος, απόμακρος, ψυχρός, απομακρυσμένος, μακρινός, μακρινό, ...
- distanza στα ελληνικά - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
- distensione στα ελληνικά - ξεκούραση, εκτόνωση, χαλάρωση, χαλάρωσης, τη χαλάρωση, ξεκούρασης
- distillare στα ελληνικά - απόσταξη, αποσταχθεί, αποσταχθούν, την απόσταξη, αποστάξει
Τυχαίες λέξεις
Distendere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεντώνομαι, τεντώνω, τεζάρω, εκτείνομαι, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Μεταφράσεις: τεντώνομαι, τεντώνω, τεζάρω, εκτείνομαι, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση