Trasmettere στα ελληνικά
Μετάφραση: trasmettere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διοχετεύω, εκπέμπω, μεταδίδω, μετάδοση, μεταδίδουν, διαβιβάζει, διαβιβάζουν, μεταδώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- facilitare στα ελληνικά - διευκολύνω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η
- ipertensione στα ελληνικά - υπέρταση, υπέρτασης, η υπέρταση, της υπέρτασης, την υπέρταση
- mangiare στα ελληνικά - τρώω, φαγητό, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
- rurale στα ελληνικά - αγροτικός, αγροτικής, αγροτικές, αγροτική, υπαίθρου
Τυχαίες λέξεις
Trasmettere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διοχετεύω, εκπέμπω, μεταδίδω, μετάδοση, μεταδίδουν, διαβιβάζει, διαβιβάζουν, μεταδώσει
Μεταφράσεις: διοχετεύω, εκπέμπω, μεταδίδω, μετάδοση, μεταδίδουν, διαβιβάζει, διαβιβάζουν, μεταδώσει