Διοχετεύω στα ιταλικά

Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
canale, trasmettere, drenare, scolare, di scarico, drenaggio, svuotare
Διοχετεύω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διοχετεύω

διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας ιταλικά, διοχετεύω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διορθώνω στα ιταλικά - correggere, corretto, rettificare, esatto, emendare, giusto, corretta, ...
  • διορισμός στα ιταλικά - appuntamento, nomina, designazione, su appuntamento, incarico
  • διπλανός στα ιταλικά - adiacente, accanto, porta accanto, della porta accanto, vicino
  • διπλαρώνω στα ιταλικά - sovrapposizione, sovrapposizioni, sovrappongono, si sovrappongono, di sovrapposizione
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: canale, trasmettere, drenare, scolare, di scarico, drenaggio, svuotare