Vantaggio στα ελληνικά

Μετάφραση: vantaggio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργητικό, χρησιμεύω, προτέρημα, απολαβή, πλεονέκτημα, ωφέλεια, κέρδος, ωφελώ, όφελος, κεφάλαιο, οφέλους, παροχών, παροχή
Vantaggio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bibita στα ελληνικά - πίνω, ποτό, το ποτό, ποτών, ποτά, ποτού
  • decente στα ελληνικά - καθωσπρέπει, ευπρεπής, σωστός, πρέπων, εύσχημος, αξιοπρεπή, αξιοπρεπής, ...
  • inossidabile στα ελληνικά - ανοξείδωτος, ανοξείδωτο, από ανοξείδωτο, ανοξείδωτου, ανοξείδωτους
  • patrocinante στα ελληνικά - συμβουλή, συνήγορος, δικηγόρος, σύμβουλος, σύμβουλο
Τυχαίες λέξεις
Vantaggio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργητικό, χρησιμεύω, προτέρημα, απολαβή, πλεονέκτημα, ωφέλεια, κέρδος, ωφελώ, όφελος, κεφάλαιο, οφέλους, παροχών, παροχή