Ενεργητικό στα ιταλικά
Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pregio, merito, vantaggio, beni, attività, patrimonio, attivi, immobilizzazioni
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενεργητικό
ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας ιταλικά, ενεργητικό στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ενδόμυχος στα ιταλικά - intimo, intima, più intima, più profondo, più intimo
- ενεργά στα ιταλικά - attivo, attiva, attivi, attive, attività
- ενεργητικός στα ιταλικά - energico, energetico, energetica, energica, energia
- ενεργοποίηση στα ιταλικά - attivazione, di attivazione, l'attivazione, attivazione del, all'attivazione
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: pregio, merito, vantaggio, beni, attività, patrimonio, attivi, immobilizzazioni
Μεταφράσεις: pregio, merito, vantaggio, beni, attività, patrimonio, attivi, immobilizzazioni