Innskrenke στα ελληνικά
Μετάφραση: innskrenke, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, περιστέλλω, περιορίζουν, περιορίσει, να περιορίσει, να περιορίζουν, να περιορίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- innsigelse στα ελληνικά - εξαίρεση, αντίρρηση, αντιπολίτευση, αντίθεση, ανακοπών, Ανακοπή, Αντιπολίτευσης
- innsjø στα ελληνικά - λίμνη, λίμνης, στη λίμνη, λίμνη της, Λέικ
- innskudd στα ελληνικά - προσχώνω, ίζημα, επαναθέτω, κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, ...
- innskytelse στα ελληνικά - έμπνευση, momento, του Momento
Τυχαίες λέξεις
Innskrenke στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, περιστέλλω, περιορίζουν, περιορίσει, να περιορίσει, να περιορίζουν, να περιορίσουν
Μεταφράσεις: περιορίζω, περιστέλλω, περιορίζουν, περιορίσει, να περιορίσει, να περιορίζουν, να περιορίσουν