Confisqueren στα ελληνικά
Μετάφραση: confisqueren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- conferentie στα ελληνικά - σύσκεψη, συνέδριο, διάσκεψη, διάσκεψης, συνέντευξη, συνεδρίου
- confidentie στα ελληνικά - μυστικός, μυστικό, απόρρητος, εκμυστηρεύσεις, confidences
- conflict στα ελληνικά - αγωνίζομαι, μάχη, αγώνας, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, ...
- congestie στα ελληνικά - συμφόρηση, συμφόρησης, της συμφόρησης, κυκλοφοριακής συμφόρησης, κυκλοφοριακή συμφόρηση
Τυχαίες λέξεις
Confisqueren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Μεταφράσεις: δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν