Τομή στα ολλανδικά

Μετάφραση: τομή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
divisie, tak, baanvak, branche, afdeling, vak, verdeling, sectie, deling, legerafdeling, departement, geleding, paragraaf, doorsnede, gedeelte
Τομή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τομή

τομή ξύλινης στέγης, τομή σφαίρας και επιπέδου, τομή αβετε, τομή και ένωση συνόλων, τομή στέγης, τομή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τομή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τολύπη στα ολλανδικά - poef, pof, vlok, schilfer, flake, vlokken, vlok van
  • τομέας στα ολλανδικά - akker, veld, rijk, sfeer, terrein, kloot, koninkrijk, ...
  • τον στα ολλανδικά - hem, hij, de, het, van de
  • τονίζω στα ολλανδικά - spanning, benadrukken, accentueren, beklemtonen, klemtoon, nadruk, belasting
Τυχαίες λέξεις
Τομή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: divisie, tak, baanvak, branche, afdeling, vak, verdeling, sectie, deling, legerafdeling, departement, geleding, paragraaf, doorsnede, gedeelte