Μόνο στα ολλανδικά

Μετάφραση: μόνο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maar, verlaten, pas, eenzaam, slechts, enig, enkel, uitsluitend, alleen, louter, enige
Μόνο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόνο

μόνο για τη λέσβο, μόνο μαζί σου, μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί, μόνο αυτό ζητώ στίχοι, μόνο μαζί σου μπορώ να ονειρεύομαι, μόνο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μόνο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μόνιμα στα ολλανδικά - blijvend, permanent, definitief, vast, duurzaam
  • μόνιμος στα ολλανδικά - duurzaam, inwoner, standvastig, stabiel, blijvend, bestendig, aanhoudend, ...
  • μόνος στα ολλανδικά - verlaten, één, eenzaam, ongehuwd, louter, ongetrouwd, alleen, ...
  • μόριο στα ολλανδικά - deel, item, jaartelling, deeltje, molecuul, molecule, moleculen
Τυχαίες λέξεις
Μόνο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: maar, verlaten, pas, eenzaam, slechts, enig, enkel, uitsluitend, alleen, louter, enige